- υπερφόρτιση
- η, Ν1. (ηλεκτρολ.) κατάσταση λειτουργίας κατά την οποία μια μηχανή ή συσκευή δέχεται φορτίο μεγαλύτερο τού κανονικού, με αποτέλεσμα η ένταση τού ηλεκτρικού ρεύματος να υπερβαίνει την κανονική της τιμή, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ή και καταστροφή τής μηχανής ή τής συσκευής2. τεχνολ. πρόσθετο φορτίο το οποίο μπορεί να δεχθεί, υπό ιδιάζουσες συνθήκες, μια κατασκευή ή μια μηχανή3. παραφόρτωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερφορτίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερφόρτισις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.